- κεγχριαῖος
- κεγχρ-ιαῖος, α, ον,A of the size of a grain of millet,
μεγέθη Dsc.2.83
, cf. Luc.Icar.18, Theo Sm. p.125 H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγέθη Dsc.2.83
, cf. Luc.Icar.18, Theo Sm. p.125 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεγχριαίος — κεγχριαῑος, ία, ον (Α) ίσος στο μέγεθος με το κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα ιαῑος (πρβλ. κολοσσ ιαίος, πλευρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
κεγχριαῖον — κεγχριαῖος of the size of a grain of millet masc acc sg κεγχριαῖος of the size of a grain of millet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχριαῖα — κεγχριαῖος of the size of a grain of millet neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχριαίας — κεγχριαί̱ᾱς , κεγχριαῖος of the size of a grain of millet fem acc pl κεγχριαί̱ᾱς , κεγχριαῖος of the size of a grain of millet fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέγχρος — ο (ΑΜ κέγχρος) 1. γένος φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη, το κεχρί 2. ο καρπός τού φυτού αρχ. 1. καθετί που μοιάζει με κεχρί 2. μικρός κόκκος 3. φλόγωση τού ματιού 4. είδος φιδιού, κεγχρίας* 5. είδος μικρού διαμαντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης… … Dictionary of Greek
κεγχριαίαις — κεγχριαί̱αις , κεγχριαῖος of the size of a grain of millet fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχριαίῳ — κεγχριαί̱ῳ , κεγχριαῖος of the size of a grain of millet masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)